- προσθάλπω
- προσθάλπω,A comfort, encourage,
τισὶ τὰς γνώμας J.BJ4.3.10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τισὶ τὰς γνώμας J.BJ4.3.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσθάλπω — Α θερμαίνω, ενισχύω ακόμη περισσότερο («προσθάλπειν τισὶ τὰς γνώμας», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θάλπω «θερμαίνω»] … Dictionary of Greek
θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek